- παντάναξ
- -ακτος, ο, θηλ. παντάνασσα, ΝΜΑ1. βασιλέας τών πάντων, άρχοντας τού κόσμου («Υἱὲ θεοῡ παντάναξ», Ακολουθ. ΜεγΠαρασκευής2. το θηλ. (προσωνυμία τής Θεοτόκου) βασίλισσα τού σύμπαντος («ἡ παντάνασσα Μητροπάρθενος», Μηναί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ἄναξ (πρβλ. πασι-άναξ)].
Dictionary of Greek. 2013.